Αναζήτησες τη λέξη "φύλλο" στα Ελληνικά
φύλλο φύλλο (το) (Ουσιαστικό) (φύλ-λο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1123.mp3 gjethe (Emër) (gje-the/pe-të, gj. -es/ës, sh. -et/ët, gj. -eve/ëve) | 1123.mp3 лист (Существительное) (лист, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |