Αναζήτησες τη λέξη "φόρμα" στα Ελληνικά φόρμα φόρμα (η) (Ουσιαστικό)(φόρ-μα, γεν. -ας,πληθ. -ες)ΠαραδείγματαΓυμνάζεται, φορώντας την αθλητική του φόρμα. Φόρεσε τη φόρμα εργασίας και έβαψε τον τοίχο. Είναι σε φόρμα! 1109.mp3 formë(Emër)(for-më, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujStërvitet, duke veshur formën e tij atletike. Veshi formën e punës dhe leu murin. Është në formë! 1109.mp3 форма(Существительное)(фор-ма, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыОн делает гимнастику в спортивной форме. Он надел рабочую форму и покрасил стену. Он в хорошей форме! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я