Αναζήτησες τη λέξη "φωτογραφία" στα Ελληνικά
φωτογραφία φωτογραφία (η) (Ουσιαστικό) (φω-το-γρα-φί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 1133.mp3 fotografi (Emër) (fo-to-gra-fi, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 1133.mp3 фотография (Существительное) (фо-то-гра-фи-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |