Αναζήτησες τη λέξη "φωτιά" στα Ελληνικά φωτιά φωτιά (η) (Ουσιαστικό)(φω-τιά, γεν. -άς,πληθ. -ές)ΠαραδείγματαΟι πυροσβέστες έσωσαν το δάσος από τη φωτιά που έπιασε. Άναψε φωτιές με όσα είπε. 1132.mp3 zjarr(Emër)(zjarr, gj. -it,sh. -et, gj. -eve)ShembujZjarrfikësit shpëtuan pyllin nga zjarri që ra. Ndezi zjarre me çfarë tha. 1132.mp3 огонь(Существительное)(о-гонь, γεν. -я,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыПожарные спасли лес от вспыхнувшего огня. Его слова спровоцировали скандал. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я