Αναζήτησες τη λέξη "φυτό" στα Ελληνικά
φυτό φυτό (το) (Ουσιαστικό) (φυ-τό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 1128.mp3 bimë (Emër/Mbiemër) (bi-më/i sqaqur) | 1128.mp3 растение (Существительное) (рас-те-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |
Αναζήτησες τη λέξη "φυτό" στα Ελληνικά
φυτό φυτό (το) (Ουσιαστικό) (φυ-τό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 1128.mp3 bimë (Emër/Mbiemër) (bi-më/i sqaqur) | 1128.mp3 растение (Существительное) (рас-те-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |