Αναζήτησες τη λέξη "φυσικός" στα Ελληνικά
φυσικός φυσικός, -ή, -ό (Επίθετο) (φυ-σι-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 1126.mp3 natyror, -e (Mbiemër) (na-ty-ror, -ë, -e) | 1126.mp3 натуральный, -ая, -ое (Прилагательное) (на-ту-раль-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |