Αναζήτησες τη λέξη "φροντίζω" στα Ελληνικά
φροντίζω φροντίζω (Ρήμα) (ενεστ. φρο-ντί-ζω, αόρ. φρόντισα, | 1118.mp3 kujdesem (folje) (e tashme kuj-de-sem | 1118.mp3 заботиться (Глагол) (ενεστ. за-бо-тить-ся, αόρ. позаботился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) |