Αναζήτησες τη λέξη "φρέσκος" στα Ελληνικά
φρέσκος φρέσκος, -α, -α (Επίθετο) (φρέ-σκος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) Παραδείγματα | 1117.mp3 (i,e) freskët (Mbiemër) ((i,e) fre-skët, (e,të) -t, -a) | 1117.mp3 свежий, -ая, -ее (Прилагательное) (свежий, γεν. -его, -ей, -его, πληθ. -ие, -ие, -ие) |