Αναζήτησες τη λέξη "φρένο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
φρένο φρένο (το) (Ουσιαστικό) (φρέ-νο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1116.mp3 fren (Emër) (fren, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 1116.mp3 тормоз (Существительное) (тор-моз, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |