Αναζήτησες τη λέξη "φουστάνι" στα Ελληνικά
φουστάνι φουστάνι (το) (Ουσιαστικό) (φου-στά-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 1115.mp3 fustan (Emër) (fu-stan, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 1115.mp3 платье (Существительное) (плать-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -ев) |