Αναζήτησες τη λέξη "φουσκώνω" στα Ελληνικά
φουσκώνω φουσκώνω (Ρήμα) (ενεστ. φου-σκώ-νω, αόρ. φούσκωσα, | 1114.mp3 fryj (Folje) (e tashme fryj, e kr. thj v. fryva, | 1114.mp3 надувать (Глагол) (ενεστ. на-ду-вать, αόρ. надул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |