Αναζήτησες τη λέξη "φορώ" στα Ελληνικά
φορώ φορώ (Ρήμα) (ενεστ. φο-ρώ, αόρ. φόρεσα, | 1111.mp3 vesh (Folje) (e tashme vesh, e kr. thj v. vesha, | 1111.mp3 надеть (Глагол) (ενεστ. на-деть, αόρ. надел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "φορώ" στα Ελληνικά
φορώ φορώ (Ρήμα) (ενεστ. φο-ρώ, αόρ. φόρεσα, | 1111.mp3 vesh (Folje) (e tashme vesh, e kr. thj v. vesha, | 1111.mp3 надеть (Глагол) (ενεστ. на-деть, αόρ. надел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |