Αναζήτησες τη λέξη "φορτηγό" στα Ελληνικά
φορτηγό φορτηγό (το) (Ουσιαστικό) (φορ-τη-γό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 1110.mp3 kamion (Emër) (ka-mi-on, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 1110.mp3 грузовик (Существительное) (гру-зо-вик, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |