Αναζήτησες τη λέξη "φλέβα" στα Ελληνικά
φλέβα φλέβα (η) (Ουσιαστικό) (φλέ-βα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 1105.mp3 venë (Emër/Emër) (ve-në/da-mar) | 1105.mp3 вена (Существительное) (ве-на, γεν. -ы, πληθ. -ы) |
Αναζήτησες τη λέξη "φλέβα" στα Ελληνικά
φλέβα φλέβα (η) (Ουσιαστικό) (φλέ-βα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 1105.mp3 venë (Emër/Emër) (ve-në/da-mar) | 1105.mp3 вена (Существительное) (ве-на, γεν. -ы, πληθ. -ы) |