Αναζήτησες τη λέξη "φιλί" στα Ελληνικά
φιλί φιλί (το) (Ουσιαστικό) (φι-λί, γεν. -ιού, πληθ. -ιά, γεν. -ιών) | 1103.mp3 e puthur (Emër) (e pu-thur, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 1103.mp3 поцелуй (Существительное) (по-це-луй, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ев) |