Αναζήτησες τη λέξη "φασόλι" στα Ελληνικά
φασόλι φασόλι (το) (Ουσιαστικό) (φα-σό-λι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 1096.mp3 fasule (Emër) (fa-su-le, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 1096.mp3 фасоль (Существительное) (фа-соль, γεν. -и) |