Αναζήτησες τη λέξη "φανερώνω" στα Ελληνικά

φανερώνω φανερώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. φα-νε-ρώ-νω, αόρ. φανέρωσα,
παθ. αόρ. φανερώθηκα, παθ. μτχ. φανερωμένος)

1092.mp3 tregoj

(Folje)

(e tashme tre-goj, e kr. thj v. tregova,
e kr. thj. jov. u tregova, pjesore treguar)

1092.mp3 обнаруживать

(Глагол)

(ενεστ. об-на-ру-жи-вать, αόρ. обнаружил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. обнаружился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. обнаруженный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я