Αναζήτησες τη λέξη "φακός" στα Ελληνικά
φακός φακός (ο) (Ουσιαστικό) (φα-κός, γεν. -ού, πληθ. -οί, γεν. -ών) | 1090.mp3 thjerrë (Emër) (thje-rrë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 1090.mp3 фонарь (Существительное) (фо-нарь, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |