Αναζήτησες τη λέξη "φαγητό" στα Ελληνικά
φαγητό φαγητό (το) (Ουσιαστικό) (φα-γη-τό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 1088.mp3 gjellë (Emër) (gje-llë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 1088.mp3 еда (Существительное) (е-да, γεν. -ы) |
Αναζήτησες τη λέξη "φαγητό" στα Ελληνικά
φαγητό φαγητό (το) (Ουσιαστικό) (φα-γη-τό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 1088.mp3 gjellë (Emër) (gje-llë, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ëve) | 1088.mp3 еда (Существительное) (е-да, γεν. -ы) |