Αναζήτησες τη λέξη "φίδι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
φίδι φίδι (το) (Ουσιαστικό) (φί-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 1102.mp3 gjarpër (Emër) (gjar-për, gj. -it, sh. -të, gj. -ive) | 1102.mp3 змея (Существительное) (зме-я, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -й) |