Αναζήτησες τη λέξη "φάκελος" στα Ελληνικά
φάκελος φάκελος (ο) (Ουσιαστικό) (φά-κε-λος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 1089.mp3 zarf (Emër) (zarf, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 1089.mp3 конверт (Существительное) (кон-верт, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |