Αναζήτησες τη λέξη "υπόλοιπος" στα Ελληνικά
υπόλοιπος υπόλοιπος, -η, -ο (Επίθετο) (υ-πό-λοι-πος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 1086.mp3 (i,e) mbetur (Mbiemër) ((i,e) mbe-tur, (e,të) -r, -a) | 1086.mp3 остальной, -ая, -ое (Прилагательное) (остальной, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |