Αναζήτησες τη λέξη "τόπι" στα Ελληνικά τόπι τόπι (το) (Ουσιαστικό)(τό-πι, γεν. -ιού,πληθ. -ια)ΠαραδείγματαΤα παιδιά παίζουν στην παραλία με το τόπι. 1065.mp3 top(Emër)(top, gj. -it,sh. -at, gj. -ave)ShembujFëmijët luajnë në plazh me topin. 1065.mp3 мяч(Существительное)(мяч, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ей)ПримерыДети на пляже играют с мячом. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я