Αναζήτησες τη λέξη "τόξο" στα Ελληνικά
τόξο τόξο (το) (Ουσιαστικό) (τό-ξο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1064.mp3 hark (Emër) (hark, gj. -ut, sh. -et, gj. -eve) | 1064.mp3 лук (Существительное) (лук, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "τόξο" στα Ελληνικά
τόξο τόξο (το) (Ουσιαστικό) (τό-ξο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1064.mp3 hark (Emër) (hark, gj. -ut, sh. -et, gj. -eve) | 1064.mp3 лук (Существительное) (лук, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |