Αναζήτησες τη λέξη "τυρί" στα Ελληνικά
τυρί τυρί (το) (Ουσιαστικό) (τυ-ρί, γεν. -ιού, πληθ. -ιά, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 1080.mp3 djathë (Emër) (dja-thë, gj. -it, sh. -ra, gj. -ave) | 1080.mp3 сыр (Существительное) (сыр, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) Примеры |