Αναζήτησες τη λέξη "τυλίγω" στα Ελληνικά
τυλίγω τυλίγω (Ρήμα) (ενεστ. τυ-λί-γω, αόρ. τύλιξα, Παραδείγματα | 1079.mp3 mbështjell (Folje) (e tashme mbë-shtjell, e kr. thj v. mbështolla, | 1079.mp3 заворачивать (Глагол) (ενεστ. за-во-ра-чи-вать, αόρ. завернул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |