Αναζήτησες τη λέξη "τσίρκο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
τσίρκο τσίρκο (το) (Ουσιαστικό) (τσίρ-κο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1076.mp3 cirk (Emër) (cirk, gj. -ut, sh. -et, gj. -eve) | 1076.mp3 цирк (Существительное) (цирк, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |