Αναζήτησες τη λέξη "τσίρκο" στα Ελληνικά τσίρκο τσίρκο (το) (Ουσιαστικό)(τσίρ-κο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΣτο τσίρκο είδαμε ελέφαντες να σηκώνονται στα δυο τους πόδια. 1076.mp3 cirk(Emër)(cirk, gj. -ut,sh. -et, gj. -eve)ShembujNë cirk pamë elefantët të ngrihen në të dyja këmbët e tyre. 1076.mp3 цирк(Существительное)(цирк, γεν. -а,πληθ. -и, γεν. -ов)ПримерыВ цирке мы видели, как слоны встают на задние ноги. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я