Αναζήτησες τη λέξη "τρώω" στα Ελληνικά
τρώω τρώω (Ρήμα) (ενεστ. τρώ-ω, αόρ. έφαγα, Παραδείγματα | 1074.mp3 ha (Folje) (e tashme ha, e kr. thj v. hëngra, | 1074.mp3 кушать (Глагол) (ενεστ. ку-шать, αόρ. съел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), Примеры |
Αναζήτησες τη λέξη "τρώω" στα Ελληνικά
τρώω τρώω (Ρήμα) (ενεστ. τρώ-ω, αόρ. έφαγα, Παραδείγματα | 1074.mp3 ha (Folje) (e tashme ha, e kr. thj v. hëngra, | 1074.mp3 кушать (Глагол) (ενεστ. ку-шать, αόρ. съел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), Примеры |