Αναζήτησες τη λέξη "τριαντάφυλλο" στα Ελληνικά
τριαντάφυλλο τριαντάφυλλο (το) (Ουσιαστικό) (τρι-α-ντά-φυλ-λο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 1071.mp3 trëndafil (Emër) (trë-nda-fil, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 1071.mp3 роза (Существительное) (ро-за, γεν. -ы, πληθ. -ы) |