Αναζήτησες τη λέξη "τραβώ" στα Ελληνικά
τραβώ τραβώ (Ρήμα) (ενεστ. τρα-βώ, αόρ. τράβηξα, | 1067.mp3 tërheq (Folje) (e tashme tër-heq, e kr. thj v. tërhoqa, | 1067.mp3 тянуть (Глагол) (ενεστ. тя-нуть, αόρ. потянул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "τραβώ" στα Ελληνικά
τραβώ τραβώ (Ρήμα) (ενεστ. τρα-βώ, αόρ. τράβηξα, | 1067.mp3 tërheq (Folje) (e tashme tër-heq, e kr. thj v. tërhoqa, | 1067.mp3 тянуть (Глагол) (ενεστ. тя-нуть, αόρ. потянул (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |