Αναζήτησες τη λέξη "τρίβω" στα Ελληνικά
τρίβω τρίβω (Ρήμα) (ενεστ. τρί-βω, αόρ. έτριψα, | 1072.mp3 fërkoj (Folje) (e tashme fër-koj, e kr. thj v. fërkova, | 1072.mp3 тереть (Глагол) (ενεστ. те-реть, αόρ. потёр (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "τρίβω" στα Ελληνικά
τρίβω τρίβω (Ρήμα) (ενεστ. τρί-βω, αόρ. έτριψα, | 1072.mp3 fërkoj (Folje) (e tashme fër-koj, e kr. thj v. fërkova, | 1072.mp3 тереть (Глагол) (ενεστ. те-реть, αόρ. потёр (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.), |