Αναζήτησες τη λέξη "τρέχω" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
τρέχω τρέχω (Ρήμα) (ενεστ. τρέ-χω, αόρ. έτρεξα) | 1070.mp3 vrapoj (Folje) (e tashme vra-poj, e kr. thj v. vrapova, | 1070.mp3 бегать (Глагол) (ενεστ. бе-гать, αόρ. бежал (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |