Αναζήτησες τη λέξη "τρέχω" στα Ελληνικά τρέχω τρέχω(Ρήμα)(ενεστ. τρέ-χω, αόρ. έτρεξα)ΠαραδείγματαΌλη τη μέρα έτρεχε, για να κάνει τις δουλειές του. 1070.mp3 vrapoj(Folje)(e tashme vra-poj, e kr. thj v. vrapova, pjesore vrapuar)ShembujGjithë ditën vraponte, për të bërë punët. 1070.mp3 бегать(Глагол)(ενεστ. бе-гать, αόρ. бежал (муж.), -а (жен.), -о (ср.))ПримерыОн весь день бегал, чтобы сделать все дела. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я