Αναζήτησες τη λέξη "τουρίστας" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| τουρίστας τουρίστας (ο) (Ουσιαστικό) (του-ρί-στας, γεν. -α, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 1066.mp3 turist (Emër) (tu-rist, gj. -ës, sh. -ët, gj. -ët) | 1066.mp3 турист (Существительное) (ту-рист, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!