Αναζήτησες τη λέξη "τηλέφωνο" στα Ελληνικά
τηλέφωνο τηλέφωνο (το) (Ουσιαστικό) (τη-λέ-φω-νο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 1061.mp3 telefon (Emër) (te-le-fon, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) Shembuj | 1061.mp3 телефон (Существительное) (те-ле-фон, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |