Αναζήτησες τη λέξη "τζάμι" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
τζάμι τζάμι (το) (Ουσιαστικό) (τζά-μι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 1058.mp3 xham (Emër) (xham, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 1058.mp3 стекло (Существительное) (стек-ло, γεν. -а, πληθ. -а) |