Αναζήτησες τη λέξη "τζάκι" στα Ελληνικά
τζάκι τζάκι (το) (Ουσιαστικό) (τζά-κι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 1057.mp3 oxhak (Emër) (o-xhak, gj. -ut, sh. -et, gj. -eve) | 1057.mp3 камин (Существительное) (ка-мин, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |