Αναζήτησες τη λέξη "τελωνείο" στα Ελληνικά
τελωνείο τελωνείο (το) (Ουσιαστικό) (τε-λω-νεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) Παραδείγματα | 1052.mp3 doganë (Emër) (do-ga-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 1052.mp3 таможня (Существительное) (та-мож-ня, γεν. -и, πληθ. -и) |