Αναζήτησες τη λέξη "τελειώνω" στα Ελληνικά
τελειώνω τελειώνω (Ρήμα) (ενεστ. τε-λει-ώ-νω, αόρ. τέλειωσα, Παραδείγματα | 1050.mp3 mbaroj (Folje) (e tashme mba-roj, e kr. thj v. mbarova, | 1050.mp3 заканчивать (Глагол) (ενεστ. за-кан-чи-вать, αόρ. закончил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |