Αναζήτησες τη λέξη "ταψί" στα Ελληνικά
ταψί ταψί (το) (Ουσιαστικό) (τα-ψί, γεν. -ιού, πληθ. -ιά, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 1049.mp3 tepsi (Emër) (te-psi, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 1049.mp3 противень (Существительное) (про-ти-вень, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |