Αναζήτησες τη λέξη "ταχυδρόμος" στα Ελληνικά
ταχυδρόμος ταχυδρόμος (ο) (Ουσιαστικό) (τα-χυ-δρό-μος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) | 1048.mp3 postier (Emër) (po-st-i-er, gj. -it, sh. -ët, gj. -ëve) | 1048.mp3 почтальон (Существительное) (поч-таль-он, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |