Αναζήτησες τη λέξη "ταυτότητα" στα Ελληνικά
ταυτότητα ταυτότητα (η) (Ουσιαστικό) (ταυ-τό-τη-τα, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ων) | 1047.mp3 identitet (Emër) (i-de-nti-tet, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 1047.mp3 личность (Существительное) (лич-ность, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |