Αναζήτησες τη λέξη "ταξί" στα Ελληνικά ταξί ταξί (το) (Ουσιαστικό)(τα-ξί)ΠαραδείγματαΠήρα ταξί, για να πάω γρήγορα στη δουλειά. 1046.mp3 taksi(Emër)(ta-ksi, gj. -së,sh. -të, gj. -ive)ShembujMora taksi për të shkuar shpejt në punë. 1046.mp3 такси(Существительное)(так-си)ПримерыЯ взял такси, чтобы добраться быстро до работы. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я