Αναζήτησες τη λέξη "ταμείο" στα Ελληνικά ταμείο ταμείο (το) (Ουσιαστικό)(τα-μεί-ο, γεν. -ου,πληθ. -α, γεν. -ων)ΠαραδείγματαΣτο ταμείο του σούπερ μάρκετ πληρώνουμε για τα ψώνια μας. 1044.mp3 arkë(Emër)(ar-kë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujNë arkë të supermarketit paguajmë psonisjet tona. 1044.mp3 касса(Существительное)(кас-са, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыНа кассе супермаркета мы оплачиваем наши покупки. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я