Αναζήτησες τη λέξη "τακτοποιώ" στα Ελληνικά
τακτοποιώ τακτοποιώ (Ρήμα) (ενεστ. τα-κτο-ποι-ώ, αόρ. τακτοποίησα, | 1043.mp3 rregulloj (Folje) (e tashme rre-gu-lloj, e kr. thj v. rregullova, | 1043.mp3 приводить в порядок (Глагол) (ενεστ. при-во-дить в по-ря-док) |