Αναζήτησες τη λέξη "τέρμα" στα Ελληνικά
τέρμα τέρμα (το) (Ουσιαστικό) (τέρ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 1054.mp3 fund (Emër/Emër) (fund/gol) | 1054.mp3 конец (Существительное) (ко-нец, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "τέρμα" στα Ελληνικά
τέρμα τέρμα (το) (Ουσιαστικό) (τέρ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 1054.mp3 fund (Emër/Emër) (fund/gol) | 1054.mp3 конец (Существительное) (ко-нец, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |