Αναζήτησες τη λέξη "τέλος" στα Ελληνικά
τέλος τέλος (το) (Ουσιαστικό) (τέ-λος, γεν. -ους, πληθ. -η, γεν. -ών) Παραδείγματα | 1051.mp3 fund (Emër) (fund, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 1051.mp3 конец (Существительное) (ко-нец, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |