Αναζήτησες τη λέξη "σύννεφο" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
σύννεφο σύννεφο (το) (Ουσιαστικό) (σύν-νε-φο, γεν. -ου, πληθ. -α) | 1034.mp3 re (Emër) (re, gj. -së, sh. -të, gj. -eve) | 1034.mp3 облако (Существительное) (об-ла-ко, γεν. -а, πληθ. -а, γεν. -ов) |