Αναζήτησες τη λέξη "σύννεφο" στα Ελληνικά

σύννεφο σύννεφο (το)

(Ουσιαστικό)

(σύν-νε-φο, γεν. -ου,
πληθ. -α)

1034.mp3 re

(Emër)

(re, gj. -së,
sh. -të, gj. -eve)

1034.mp3 облако

(Существительное)

(об-ла-ко, γεν. -а,
πληθ. -а, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я