Αναζήτησες τη λέξη "σχολικός" στα Ελληνικά
σχολικός σχολικός, -ή, -ό (Επίθετο) (σχο-λι-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) | 1039.mp3 shkollor, -e (Mbiemër) (shko-llor, -ë , -e) | 1039.mp3 школьный, -ая, -ое (Прилагательное) (школь-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |