Αναζήτησες τη λέξη "σφυρίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| σφυρίζω σφυρίζω (Ρήμα) (ενεστ. σφυ-ρί-ζω, αόρ. σφύριξα,  | 1037.mp3 fërshëllej (Folje) (e tashme fër-shë-llej, e kr. thj v. fërshëlleva,  | 1037.mp3 свистеть (Глагол) (ενεστ. свис-теть, αόρ. свистел (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!