Αναζήτησες τη λέξη "σφίγγω" στα Ελληνικά
σφίγγω σφίγγω (Ρήμα) (ενεστ. σφί-γγω, αόρ. έσφιξα, | 1036.mp3 shtrëngoj (Folje) (e tashme shtrë-ngoj, e kr. thj v. shtrëngova, | 1036.mp3 сжимать (Глагол) (ενεστ. сжи-мать, αόρ. сжал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |